-
1 εύρωστος
-
2 εὔρωστος
-
3 ευρωστος
-
4 εὔρωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔρωστος
-
5 εύρωστος
η, ο [ος, ον ]1) сильный, крепкий, здоровый; 2) дородный -
6 εὔρωστος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Sir 30,15stout, strong -
7 εὔρωστος
εὔ-ρωστος, wohl bei Kräften, gesund u. stark -
8 ευρωστότερον
εὔρωστοςstout: adverbial compεὔρωστοςstout: masc acc comp sgεὔρωστοςstout: neut nom /voc /acc comp sg -
9 εὐρωστότερον
εὔρωστοςstout: adverbial compεὔρωστοςstout: masc acc comp sgεὔρωστοςstout: neut nom /voc /acc comp sg -
10 плотный
плотн||ыйприл1. πυκνός, συμπαγής / κρουστός (о ткани):\плотныйая ма́сса ἡ συμπαγής μάζα·2. (о человеке) εὐρωστος, σωματώδης:\плотныйый мужчина εὐρωστος (или σωματώδης) ἀνδρας·3. (сытный) γερός:после \плотныйого обеда... μετά ἀπό γερό γεῦμα.. -
11 ευρωστοτέρα
εὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc /acc comp dualεὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
12 εὐρωστοτέρα
εὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc /acc comp dualεὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
13 ευρωστοτέρας
εὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem acc comp plεὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
14 εὐρωστοτέρας
εὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem acc comp plεὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
15 ευρωστότατα
-
16 εὐρωστότατα
-
17 ευρωστότατον
-
18 εὐρωστότατον
-
19 ευρώστως
-
20 εὐρώστως
См. также в других словарях:
εὔρωστος — stout masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… … Dictionary of Greek
εύρωστος — η, ο 1. ο σωματικά ισχυρός, ρωμαλέος, δυνατός. 2. μτφ., ακμαίος, ζωηρός: Εύρωστο δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρωστότερον — εὔρωστος stout adverbial comp εὔρωστος stout masc acc comp sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστότατα — εὔρωστος stout adverbial superl εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστότατον — εὔρωστος stout masc acc superl sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώστως — εὔρωστος stout adverbial εὔρωστος stout masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρωστον — εὔρωστος stout masc/fem acc sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτάτους — εὔρωστος stout masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτάτῳ — εὔρωστος stout masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτέροις — εὔρωστος stout masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)